μύρτα Nic.Th.892
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιμώδης — ῶδες, Α [φιμός] 1. όμοιος με φίμωτρο 2. μτφ. αποστομωτικός, σκληρός … Dictionary of Greek
φιμώδεα — φιμώδης like a muzzle neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φιμώδης like a muzzle masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)